Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έπομαι [épome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. επόμενος* : (λόγ.) ακολουθώ, συμβαίνω ύστερα από κτ. άλλο. (έκφρ.) (και) έπεται συνέχεια*. || (στο γ' πρόσ.) για κτ. που ισχύει ως λογικό συμπέρασμα· συνεπάγεται: Mπορεί να τον μαλώνω· όμως δεν έπεται ότι δεν τον αγαπώ.
[λόγ. < αρχ. ἕπομαι]