Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έπειτα [épita] επίρρ. χρον. : ύστερα, μετά. 1α. προσδιορίζει μια πράξη που χρονικά συμβαίνει ύστερα από κάποια άλλη: Πηγαίνετε εσείς κι ~ έρχομαι κι εγώ. Εξήγησέ μας πρώτα τι θέλεις κι ~ βλέπουμε αν γίνεται. Aπό το ΄90 κι ~ παρατηρείται
Ενώ ξεκινά τη δουλειά με κέφι, ~ της φεύγει κάθε διάθεση, στη συνέχεια. || (προφ.): Kι ~ (τι έγινε);, για έντονο ενδιαφέρον του ακροατή για να ακούσει τη συνέχεια μιας διήγησης. β. με προσθετική σημασία· επιπλέον, εκτός αυτού: Mου είναι δύσκολο να σε βοηθήσω, ~ δεν έχω και καιρό. ~ πρέπει να σκεφτούμε αν συμφέρει αυτή η λύση, ακόμη. 2. ως πρόθεση στην προθετική έκφραση ~ από, ύστερα από· δηλώνει: α. χρόνο: Ξανασυναντήθηκαν ~ από πολύν καιρό. β. αντίθεση: ~ από τόση βοήθεια να μας φερθεί έτσι;, παρ΄ όλη τη βοήθεια που του προσφέραμε. γ. συνέπεια, αποτέλεσμα: ~ από τόσες ατυχίες πώς να μη λυγίσει; 3. ως σύνδεσμος· ύστερα: α. συμπερασματικός· συνήθ. σε διαλόγους και σε ερωτηματικές προτάσεις εισάγει συμπέρασμα που προκύπτει από ένα προαναφερόμενο πραγματικό γεγονός: Είναι πάντα πρόθυμος να εξυπηρετήσει· ~ πώς να πεις κακό λόγο γι΄ αυτόν; || Kι ~, συχνά συμπερασματικά εισάγει την έντονη δυσφορία του ομιλητή, η οποία απορρέει από όσα έχουν προαναφερθεί: Kι ~ μου λες, γιατί φωνάζω· φωνάζω γι΄ αυτά που ακούω. Kι ~ μου λες να μη νευριάζω. β. αντιθετικός· σε παρατακτική σύνδεση, ύστερα από τελεία ή άνω τελεία εισάγει πρόταση που έρχεται σε αντίθεση με το νόημα της πρότασης που προηγείται: Φτάσαμε επιτέλους· κι ~ σου λένε πως είναι μικρή η διαδρομή. γ. με προθετική σημασία, βοηθάει στη μετάβαση του λόγου· επιπλέον, ακόμη, εξάλλου, εκτός αυτού: Mου είναι δύσκολο να σε βοηθήσω, ~ δεν έχω και καιρό. ~ πρέπει να σκεφτούμε και το αν μας συμφέρει αυτή η λύση. ~ θα ρωτήσω και κάτι άλλο. 4. με επιφωνηματική χρήση, σε διάλο γο: α. για έντονη αντίρρηση προς τον ισχυρισμό ή την άποψη που έχει προαναφερθεί: ~ πιστεύεις αλήθεια ότι μπορεί να λυθεί το θέμα; β. (ε) κι ~;, ε, και σαν, και λοιπόν: α. για έντονη αδιαφορία προς όσα έχουν συμβεί, αποφασιστεί κτλ.: Δε θα σε πάρει μαζί του. - Ε κι ~ ας μη με πάρει, δε με νοιάζει. β. για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν είναι σημαντικό και δεν πρέπει να μας απασχολεί: Ξέχασα το φως ανοιχτό. - Ε κι ~;
[αρχ. ἔπειτα]