Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έπακρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έπακρο το [épakro] Ο40 : μόνο στην έκφραση στο έπακρο, στο μέγιστο βαθμό· πάρα πολύ: Είναι ευαίσθητος / ειλικρινής / καχύποπτος στο ~. Εκμεταλλεύονται στο ~ τους φυσικούς πόρους καταστρέφοντας έτσι το περιβάλλον. H αγωνία μου είχε φτάσει στο ~, στο αποκορύφωμα.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἔπακρος `με μυτερή άκρη΄ σημδ. γαλλ. à l΄extrême]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες