Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έπαινος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έπαινος ο [épenos] Ο19 : α.έκφραση επιδοκιμασίας για κπ. ή για κτ. συνήθ. με στόχο την ηθική του ικανοποίηση. ANT ψόγος: Kερδίζω / αποσπώ / ακούω επαίνους. Tου αξίζει κάθε ~ για την καλή του πράξη. Yπερβολικός ~. Είναι κάποιος δύσκολος / εύκολος στους επαίνους, δύσκολα / εύκολα επαινεί. Mετά πολλών επαίνων, με πολλούς επαίνους, κυρίως ειρωνικά σε περίπτωση αποτυχίας. β. επίσημο έγγραφο με το οποίο επιβραβεύεται μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, επίδοση κτλ.· (πρβ. βραβείο, αριστείο): Aπονομή επαίνων στους μαθητές που αρίστευσαν κατά το προηγούμενο σχολικό έτος.

[λόγ. < αρχ. ἔπαινος]

[Λεξικό Κριαρά]
έπαινος (I) ο.
  • 1)
    • α) Έπαινος:
      • (Διγ. Άνδρ. 40431
    • β) φρ. αφήνω έπαινον, βλ. αφήνω Φρ. 4.
  • 2) (Προκ. για το Θεό) δόξα:
    • δύναμή μου και έπαινός μου ο Κύριος (Πεντ. Έξ. ΧV 2).
  • 3) (Ως προσφών.) μακάριος:
    • έπαινός σου Ισραέλ (Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙΙΙ 29).

[αρχ. ουσ. έπαινος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
έπαινος (II) το· έπαινον (μόνον ονομ. και αιτιατ.).
  • 1)
    • α) Έπαινος:
      • κάλλιον έχουν (ενν. οι στρατιώται) την τιμήν, το έπαινος του κόσμου (Χρον. Μορ. H 8956
    • β) επαινετικός λόγος, εγκώμιο:
      • τι άλλον πολυτίμητον έπαινος να σε γράψω; (Θρ. Κων/π. διάλ. 2).
  • 2)
    • α) (Προκ. για το Χριστό ή αγίους) δόξα:
      • (Αχέλ. 27
      • Μιχαήλ αρχιστράτηγε, των εξαπτερύγων το έπαινος (Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 240
    • β) μεγαλείο:
      • μ’ έπαινος σ’ όλη τη γη γυρίζει (ενν. ο ήλιος) (Ερωφ. Δ´ 360).
  • 3) Φήμη:
    • ένι εξάκουστον το έπαινος οπού έχεις (Χρον. Μορ. H 5818).
  • 4) Έκφρ. εις το έπαινός μου = είμαι ευτυχής:
    • (Πεντ. Γέν. ΧΧΧ 13).

[<ουσ. έπαινος ο. Η λ. τον 9. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες