Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έξωση η [éksosi] Ο33 : 1.εκδίωξη του ενοικιαστή από το ενοικιαζόμενο ακίνητο, ιδίως κατοικία, με δικαστική απόφαση: Aγωγή / απόφαση για ~. Οι ενοικιαστές ζητούν απαγόρευση των εξώσεων. Οι εξώσεις επιτρέπονται μόνο για ιδιοκατοίκηση ή γενικά για ιδιοχρησιμοποίηση. 2. (λόγ.) εκθρόνιση και υποχρεωτική απομάκρυνση ενός μονάρχη από τη χώρα: H ~ του Όθωνα από την Ελλάδα.
[λόγ. < ελνστ. ἔξω(σις) -ση `εκκένωση΄, αρχ. σημ.: `μετατόπιση΄ σημδ. γαλλ. expulsion]