Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έξυπνος, επίθ.· ξυπνός· όξυπνος.
-
- 1)
- α) Ξυπνητός:
- Ο Τούρκος … έξυπνος ένι και ου κοιμάται (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 902)·
- φρ. έξυπνος γίγνομαι = ξυπνώ:
- (Ψευδο-Σφρ. 36011)·
- β) (μεταφ.) άγρυπνος, σε εγρήγορση:
- στρατιώτες μου αξωμένοι, εδώ ας είστε έξυπνοι (Ζήν. Γ´ 47).
- α) Ξυπνητός:
- 2) Έξυπνος:
- ήτον έξυπνος κι όλα τα συλλογάτο (Παλαμήδ., Βοηβ. 726).
- Το ουδ. του επιθ. ως επίρρ. = στον ξύπνο:
- δεν ηξεύρω είντα γυρεύγω όξυπνον ’δ’ αντάν κοιμούμαι (Κυπρ. ερωτ. 12620).
[μτγν. επίθ. έξυπνος. Ο τ. όξ‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. και ο τ. ξυπνός (Somav.) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έξυπνος -η -ο [éksipnos] Ε5 : 1α.(για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα, που έχει μεγάλη πνευματική ικανότητα και ιδίως αντίληψη, νόηση, κρίση, επινοητικότητα. ANT βλάκας: Mαθητής ~ αλλά πολύ τεμπέλης. Είναι ~ και θα τα καταφέρει. || (επέκτ.): Έξυπνο ζώο / μηχάνημα. Ένας πολύ ~ ηλεκτρονικός υπολογιστής. ΦΡ το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, και ο έξυπνος άνθρωπος μπορεί να κάνει ανόητη ενέργεια. β. (ως ουσ.): Οι έξυπνοι πάντα πετυχαίνουν στη ζωή τους. || (ειρ.): Οι βλάκες μόνο περιμένουν στην ουρά· οι έξυπνοι περνούν από τα πλάγια. ΦΡ κάνω τον έξυπνο, προσπαθώ να φανώ έξυπνος εντυπωσιάζοντας με τα λόγια ή με τις πράξεις μου. 2α. που φανερώνει ύπαρξη εξυπνάδας: Έξυπνο πρόσωπο. Έξυπνα μάτια. β. που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα: Έξυπνη σκέψη / απάντηση / επιλογή / δικαιολογία / ενέργεια. Έξυπνο κόλπο / επιχείρημα. Mε λίγες έξυπνες κινήσεις κέρδισε την παρτίδα. 3. (παρωχ., για πρόσ.) ξύπνιος, ξυπνητός.
εξυπνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. εξυπνούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. έξυπνα ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2: Mίλησε / φέρθηκε / απάντησε / ενήργησε πολύ ~. εξυπνούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. εξυπνούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. [μσν. έξυπνος, ελνστ. σημ.: `που έχει ξυπνήσει΄· έξυπν(ος) -ούτσικος· έξυπν(ος) -ούλης]