Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έξυπνα, επίρρ.· οξυπνά.
-
- α) (Με την αντων. μου, σου, κλπ.) στον ξύπνο (μου):
- Τό δεν ετόλμησα ποτέ οξυπνά μου να δω (Κυπρ. ερωτ. 121)·
- β) σε εγρήγορση:
- πάντα αγρυπνά, πάντα έξυπνα στέκει (ενν. το οφίδιν) (Πόλ. Τρωάδ. 365 κριτ. υπ).
[<επίθ. έξυπνος. Η λ. και σήμ.]
- α) (Με την αντων. μου, σου, κλπ.) στον ξύπνο (μου):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυπνάδα η [eksipnáδa] Ο26 : 1α.μεγάλη πνευματική ικανότητα και ιδίως αντίληψη, νόηση, κρίση, επινοητικότητα· (πρβ. ευφυΐα). ANT βλακεία: Άνθρωπος με μεγάλη ~. Δε χρειάζεται πολύ ~ για να λύσεις αυτό το πρόβλημα. Πέτυχε στη ζωή / πλούτισε με την ~ του. (έκφρ.) πουλάω ~, (αρνητικά) κάνω επίδειξη της εξυπνάδας μου. || Zώο με μεγάλη ~. β. έξυπνη ενέργεια ή έξυπνα λόγια: Δεν μπορεί να υπάρξει ευνομούμενη πολιτεία, όταν η καταπάτηση του νόμου χαρακτηρίζεται ως ~. 2. ανόητα λόγια ή και ανόητη ενέργεια, τα οποία παρουσιάζονται ως έξυπνα: Άσε τις εξυπνάδες. Kάνει εξυπνάδες και με εκνευρίζει. Είπες κι εσύ μια ~!
[έξυπν(ος) -άδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυπνάκιας ο [eksipnákas] Ο4 πληθ. εξυπνάκηδες : (οικ., μειωτ.) αυτός που θέλει να φαίνεται έξυπνος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.
[έξυπν(ος) -άκιας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυπνακίστικος -η -ο [eksipnakístikos] Ε5 : (οικ., μειωτ.) που ταιριάζει στον εξυπνάκια: Εξυπνακίστικες ερωτήσεις.
[εξυπνάκ(ιας) -ίστικος]