Παράλληλη αναζήτηση
54 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έξη η [éksi] Ο31 : (λόγ.) η συνήθεια: Aποφυγή των κακών έξεων. || (ψυχ.) τρόπος συμπεριφοράς που αποκτάται με τη μάθηση και κυρίως με την επανάληψη: Έξεις, ροπές και τάσεις. Aτομικές / ομαδικές έξεις. (έκφρ.) έξις δευτέρα φύσις*. καθ΄ έξιν: α. από συνήθεια. β. (ιατρ.) για παθολογική κατάσταση που έχει την τάση να επαναλαμβάνεται: Mόλυνση / αποβολή καθ΄ έξιν.
[λόγ. < αρχ. ἕξις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξηβγαίνω,
- βλ. ξεβγαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
- εξήγημα το· ’ξήγημα· ’ξήγημαν.
-
- 1) Ερμηνευτική μελέτη:
- εκ του μερικού του τοιούτου εξηγήματος μέλλεις κατανοήσαι την τοιαύτην ζήτησιν (Μάρκ., Βουλκ. 34215).
- 2) Αφήγημα:
- ετούτο το εξήγημα οπού έγραψα σε ρίμα (Περί γέρ. 13).
- 3) Εξήγηση (προφορική):
- ένι ’ξήγημαν, τουτέστιν να ξηγηθεί το πράμαν (Ξόμπλιν φ. 138r).
[μτγν. ουσ. εξήγημα]
- 1) Ερμηνευτική μελέτη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξήγηση η [eksíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξηγώ. 1. λεπτομερής περιγραφή ή ανάλυση ενός αντικειμένου ή γεγονότος, έτσι ώστε αυτό να γίνει κατανοητό, και ιδίως πληροφορία ή δικαιολογία σχετική με τη συμπεριφορά ή τις προθέσεις κάποιου: Δίνω εξηγήσεις σε κπ. Zητώ εξηγήσεις από κπ. Aπαιτώ μια ~. 2. ερμηνεία: H ~ ενός φαινομένου, εύρεση των αιτίων του. H ~ ενός ονείρου, εύρεση του προφητικού μηνύματος που υποτίθεται ότι αυτό δίνει. || (παρωχ.) μετάφραση: H ~ ενός κειμένου.
[λόγ. < αρχ. ἐξήγη(σις) `ερμηνεία΄ -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξήγησις ‑ση η· ’ξήγηση.
-
- 1) Ερμηνεία, εξήγηση:
- του όνειρου την εξήγησιν (Κορων., Μπούας 8).
- 2) Διήγηση:
- (Ιμπ. (Legr.) τίτλ).
[αρχ. ουσ. εξήγησις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Ερμηνεία, εξήγηση:
[Λεξικό Κριαρά]
- εξηγητής ο· ’ξηγητής.
-
- 1) Ερμηνευτής·
- α) (προκ. για οιωνούς):
- (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 128)·
- β) (προκ. για την Αγία Γραφή):
- (Ροδινός 144).
- α) (προκ. για οιωνούς):
- 2) (Προκ. για την Αγία Γραφή) μεταφραστής:
- τον ’ξηγητήν του Ψαλτηρίου (Παλαμήδ., Ψαλμ. 425).
- 3) (Προκ. για αξίωμα) σύμβουλος:
- ο δε βασιλεύς … εχρήσατο υπουργούς και εξηγητάς (Βακτ. αρχιερ. 211).
[αρχ. ουσ. εξηγητής. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ερμηνευτής·
[Λεξικό Κριαρά]
- εξηγορεμένος, μτχ.,
- βλ. εξαγορεύω.
[Λεξικό Κριαρά]
- εξηγόρευσις η,
- βλ. εξαγόρευσις.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξηγώ [eksiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.περιγράφω, αναλύω λεπτομερώς κτ. έτσι ώστε αυτό να γίνει κατανοητό: Nα μας εξηγήσεις τι εννοείς. Mπορείς να μου εξηγήσεις τι σημαίνει η λέξη οικολογία; Εξήγησέ μου πώς λειτουργεί αυτό το μηχάνημα. β. (και παθ.) δίνω πληροφορίες, ιδίως δικαιολογίες, σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις προθέσεις μου: Nα μου εξηγήσεις γιατί άργησες. Εξηγήσου τώρα αμέσως. Εξηγούμαι, δίνω τις απαραίτητες εξηγήσεις, ώστε να αποφύγω τη ρήξη με κπ.: Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. 2. ερμηνεύω. α. βρίσκω στοιχεία που αφορούν κτ. άγνωστο, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό: ~ ένα φαινόμενο. ~ τη συμπεριφορά κάποιου. Tώρα εξηγούνται όλα. β. (παρωχ. για λέξη ή κείμενο) μεταφράζω.
[λόγ. < μσν. εξηγώ < αρχ. ἐξηγοῦμαι ενεργ. κατά το ερμηνεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξηγώ· ξηγώ· ’ξηούμαι.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Ερμηνεύω, εξηγώ:
- κατά την συνήθειαν σου, σ’ εμάς να το ξηγήσεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1015])·
- β) αναπτύσσω, ερμηνεύω:
- εξηγάται αλατίνικα (Ασσίζ. 1725)·
- γ) εκθέτω, διηγούμαι:
- εις ρίμα την εξήγησα (ενν. την ελπίδα) (Διακρούσ. 1184)·
- δ) διηγούμαι λεπτομερώς, περιγράφω:
- Λέγει, ξηγεί την συμφοράν (Φλώρ. 521)·
- ε) μνημονεύω, αναφέρω:
- το όνομάν του εξήγουν το εις άπαντα τον κόσμον (Διγ. Esc. 1611).
- α) Ερμηνεύω, εξηγώ:
- 2) Ορίζω, καθορίζω:
- ξηγάται ότι ουδέν εντέχεται να πουλήσει (Ασσίζ. 12116).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) Ερμηνεύω, αναπτύσσω:
- ο θείος Ζωναράς εξηγείται ταύτην την έννοιαν καταλεπτώς (Ιστ. πατρ. 19515).
- 2) Εκθέτω, διηγούμαι· περιγράφω:
- να σας εξηγηθώ την απιστίαν (Μαχ. 42633).
- 1) Ερμηνεύω, αναπτύσσω:
[αρχ. εξηγέομαι. Η λ. και ο τ. ξηγώ και σήμ.]
- I. Ενεργ.