Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έξαφνα [éksafna] επίρρ. : 1.(οικ.) ξαφνικά, ξάφνου. 2. (προφ.) α. λόγου χάρη, παραδείγματος χάρη: Πολλοί άνθρωποι δεν τρώνε χοιρινό κρέας· οι Tούρκοι ~. β. ας υποτεθεί ότι: Tρως στο εστιατόριο κι ~ δεν έχεις να πληρώσεις· τι θα κάνεις;
[μσν. έξαφνα < εξ- αρχ. ἄφνω `ξαφνικά΄ (δες ξάφνου) μεταπλ. -α κατά τα άλλα επιρρ. (μετακ. τόνου αναλ. προς άλλα επιρρ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- έξαφνα, επίρρ.· άξαφνα.
-
- Απρόοπτα, ξαφνικά:
- κυνηγοί έξαφνα εφανήκαν (Αιτωλ., Μύθ. 593).
[<επίρρ. εξαίφνης. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- Απρόοπτα, ξαφνικά: