Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έξαρχος ο [éksarxos] Ο19 : 1.(εκκλ.) τίτλος πατριάρχη ή μητροπολίτη, που έχει ειδικές εξουσίες σε ορισμένη περιοχή, ή κληρικού, που βρίσκεται σε ειδική αποστολή: Πατριάρχης Aλεξανδρείας και ~ πάσης Aφρικής. || Ο ~ της Bουλγαρίας, ο επικεφαλής της βουλγαρικής εκκλησίας την περίοδο που είχε κηρυχθεί σχισματική από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 2. (ιστ.) βυζαντινός αξιωματούχος, διοικητής εξαρχάτου.
[λόγ. < ελνστ. ἔξαρχος `στρατιωτικός διοικητής, ανώτατος των ιερέων΄, αρχ. σημ.: `αρχηγός χορού΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- έξαρχος ο.
-
- 1)
- α) Κορυφαίος (τραγωδίας):
- (Δούκ. 3878)·
- β) επικεφαλής:
- των ασεβών έξαρχος (Ψευδο-Σφρ. 55210).
- α) Κορυφαίος (τραγωδίας):
- 2) Διοικητής, κυβερνήτης:
- Ω αμιρά και έξαρχε απάσης της Συρίας (Διγ. Z 370).
- 3) (Εκκλ.) αντιπρόσωπος πατριαρχείου με ορισμένα καθήκοντα και εξουσίες:
- χειροτονήσαντες έξαρχον της συνόδου Μάρκον τον Ευγενικόν (Ιστ. πολιτ. 94)·
- έξαρχον του πατριάρχου (Νομοκριτ. 110).
[αρχ. ουσ. έξαρχος. Η λ. και σήμ.]
- 1)