Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έξαρση η [éksarsi] Ο33 : 1.αναφορά σε κτ., έτσι ώστε αυτό: α. να γίνει περισσότερο αντιληπτό ή κατανοητό: ~ ορισμένων στοιχείων / των χαρακτηριστικών κάποιου. Γίνεται ~ των θετικών στοιχείων του κυβερνητικού έργου. β. να επαινείται, να εγκωμιάζεται: ~ των κατορθωμάτων κάποιου. 2. (πρβ. ύφεση). α. πολύ μεγάλη ένταση των στοιχείων που συγκροτούν κτ.: Ποιητική / πατριωτική / θρησκευτική ~. H ~ της φαντασίας. || (ψυχ.): Πνευματική / συναισθηματική ~, κατάσταση κατά την οποία κυριαρχεί ο νους / το συναίσθημα. β. πολύ μεγάλη αύξηση των περιπτώσεων που αφορούν κτ.: ~ της γρίπης / της εγκληματικότητας. H χρήση ναρκωτικών βρίσκεται σε ~. γ. (γεωλ.): ~ (της επιφάνειας) του εδάφους, εξόγκωμα, μικρό ή μεγάλο, που οφείλεται σε φυσικά αίτια.
[λόγ. < ελνστ. ἔξαρ(σις) -ση `ανέβασμα΄, αρχ. σημ.: `απομάκρυνση΄ σημδ. γαλλ. exaltation]