Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξαρμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έξαρμα το [éksarma] Ο49 : εξόγκωμα. || (γεωλ.) ~ (της επιφάνειας) του εδάφους, έξαρση, προεξοχή του εδάφους που οφείλεται σε φυσικά αίτια. || (αστρον.): ~ του πόλου, η γωνιακή απόσταση του ουράνιου πόλου από τη γραμμή του ορίζοντα.

[λόγ. < ελνστ. ἔξαρμα, αρχ. σημ.: `σήκωμα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαρμάτωτος, επίθ.,
βλ. ξαρμάτωτος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες