Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ένυδρος ο.
-
- Είδος υδρόβιου ζώου, κοιν. βίδρα:
- (Φυσιολ. (Legr.) 289).
[<ουσ. ένυδρος η <αρχ. ουσ. ενυδρίς· πβ. και αρχ. επίθ. ένυδρος]
- Είδος υδρόβιου ζώου, κοιν. βίδρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένυδρος -η -ο [éniδros] Ε5 : (χημ.) για χημική ένωση που περιέχει στη σύνθεσή της νερό: Ένυδρο θειικό νάτριο. ~ θειικός χαλκός.
[λόγ. < αρχ. ἔνυδρος `που περιέχει νερό΄]