Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έντρομος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έντρομος -η -ο [éndromos] Ε5 : που κυριαρχείται από τρόμο· τρομαγμένος, καταφοβισμένος: Έτρεξαν έντρομοι να κρυφτούν. || που δείχνει τρόμο: Έντρομο ύφος / βλέμμα.

[λόγ. < ελνστ. ἔντρομος `που τρέμει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες