Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έντρομα, επίρρ.
-
- Εύκολα, πρόχειρα:
- όντε θα κάμω τη δουλειά έντρομα να το βρούμε (Φορτουν. Δ´ 411).
[<μτγν. επίθ. ένδρομος (L‑S, Andr.). Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Εύκολα, πρόχειρα: