Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έντονος -η -ο [éndonos] Ε5 : 1.που έχει ένταση, δύναμη: Έντονη φωνή. Έντονα φαινόμενα. Έντονα χρώματα. Έντονο συναίσθημα. Έντονη επιθυμία. ~ πόνος. Έντονες πιέσεις, ισχυρές. Έντονη ζωή, που χαρακτηρίζεται από πολλές δραστηριότητες ή διασκεδάσεις. 2. που γίνεται, εκδηλώνεται με δύναμη, με οξύτητα ή σθένος: Έντονη διαμαρτυρία. Διαμαρτύρεται με ύφος έντονο, σθεναρό και οξύ. Έντονη διαμάχη, οξεία. Έντονη συζήτηση. Έντονες προσπάθειες, εντατικές. || Έντονη ατμόσφαιρα, που έχει οξύτητα, ένταση.
έντονα & (λόγ.) εντόνως ΕΠIΡΡ: ~ αισθητή διαφορά, πολύ. Διαμαρτύρονται εντόνως. Διαμαρτυρήθηκε ~. [λόγ. < αρχ. ἔντονος, ἐντόνως]