Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έντοκος -η -ο [éndokos] Ε5 : που αποδίδει τόκο ή που επιβαρύνεται με τόκο. ANT άτοκος: Έντοκη κατάθεση. Έντοκο δάνειο. Έντοκες δόσεις. Έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου.
έντοκα & εντόκως ΕΠIΡΡ με τόκο. [λόγ. < ελνστ. ἔντοκος· λόγ. έντοκ(ος) -ως]