Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έντοκος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έντοκος -η -ο [éndokos] Ε5 : που αποδίδει τόκο ή που επιβαρύνεται με τόκο. ANT άτοκος: Έντοκη κατάθεση. Έντοκο δάνειο. Έντοκες δόσεις. Έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου. έντοκα & εντόκως ΕΠIΡΡ με τόκο.

[λόγ. < ελνστ. ἔντοκος· λόγ. έντοκ(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες