Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έντιμος, επίθ.
-
- 1) Πολύτιμος:
- (Μαχ. 21030).
- 2)
- α) Αξιότιμος:
- κατά … τους εντίμους ανθρώπους οπού το εθέσπισαν (Ασσίζ. 4013)·
- β) τιμημένος:
- Ύπα καλώς, πετρίτη μου, έντιμε κι έμνοστέ μου (Ερωτοπ. 670)·
- γ) (ο υπερθ. βαθμός σε τιμητική προσφών.):
- Ευγενέστατε, εντιμότατε και ενδοξότατε (Παρθεν., Γράμμ. 227).
- α) Αξιότιμος:
[αρχ. επίθ. έντιμος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πολύτιμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έντιμος -η -ο [éndimos] Ε5 : 1.(για πράξη, συμπεριφορά) που γίνεται σύμφωνα με όσα υπαγορεύει ένα υψηλό αίσθημα τιμής (ειλικρίνειας, καλής πίστης, αξιοπρέπειας): Έντιμη πράξη. Έντιμη συμφωνία / πρόταση. Έντιμα λόγια. Έντιμες διαπραγματεύσεις. || (νομ.) πρότερος* ~ βίος. 2. (για πρόσ.) που ενεργεί με τρόπο έντιμο: ~ υπάλληλος / συνομιλητής / πολιτικός. 3. (συνήθ. σε επίσημες προσφωνήσεις και στον υπερθετικό βαθμό): Εντιμότατε κύριε Πρόεδρε.
έντιμα & (λόγ.) εντίμως ΕΠIΡΡ σύμφωνα με τους κανόνες τιμής: Σας μιλώ εντίμως, με απόλυτη ειλικρίνεια και καλή πίστη. [λόγ. < αρχ. ἔντιμος `τιμημένος΄ σημδ. γαλλ. honnête, honorable· λόγ. < αρχ. ἐντίμως]
[Λεξικό Κριαρά]
- εντιμοσύνη η.
-
- Τιμιότητα:
- με μέγαν στούδιν, μεγάλην εντιμοσύνη (Ασσίζ. 27921).
[<επίθ. έντιμος + κατάλ. ‑σύνη. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- Τιμιότητα: