Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έντεχνος -η -ο [éndexnos] Ε5 : 1.που γίνεται με τέχνη, με επιτηδειότητα: Έντεχνοι χειρισμοί. Έντεχνες υπεκφυγές. 2. που έχει καλλιτεχνική πρόθεση: ~ λόγος, λογοτεχνικός. Έντεχνο λαϊκό τραγούδι.
έντεχνα & (λόγ.) εντέχνως ΕΠIΡΡ με επιτηδειότητα· τεχνηέντως: Aπέφυγε ~ να δώσει οποιαδήποτε απάντηση. [λόγ. < αρχ. ἔντεχνος, ἐντέχνως]