Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένταση η [éndasi] Ο33 : η ενέργεια ή το εποτέλεσμα του εντείνω. 1. αύξηση της δύναμης ή της ενέργειας: ~ του ανέμου / της φωτιάς / της προσοχής / της προσπάθειας. 2. (μτφ.) α. κατάσταση σχέσεων που έχουν φτάσει σε τόσο επισφαλές και επικίνδυνο σημείο, ώστε να απειλείται ρήξη ή σύγκρουση· (πρβ. όξυνση): Kλίμα έντασης. Οι πολιτικές εντάσεις δεν εξυπηρετούν το διάλογο. Nέα ~ στις σχέσεις των δύο κρατών. Aν θέλουμε το διάλογο, πρέπει να αποφύγουμε τις πολιτικές εντάσεις. ~ διπλωματικών σχέσεων. H εκτόνωση της έντασης θα επιτρέψει την έναρξη του διαλόγου. ~ στις σχέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. β. ανησυχία, νευρικότητα, ταραχή, εκνευρισμός: Στο τέλος της ημέρας από την ~ ένιωθε εξουθενωμένη. || Είναι ήρεμος άνθρωπος, αποφεύγει τις εντάσεις. γ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονα αισθήματα: Zει με ~ την κάθε στιγμή. 3. (φυσ.) βαθμός ισχύος ή ενέργειας: ~ ήχου / ηλεκτρικού ρεύματος. || ~ του σεισμού. 4. (μουσ.) η δύναμη με την οποία εκτελείται ένας μουσικός φθόγγος, μια μουσική φράση ή ένα ολόκληρο κομμάτι. 5. (αρχιτ.) ελαφρά κύρτωση που υπάρχει στις πλευρές των κιόνων.
[λόγ. < αρχ. ἔντα(σις) -ση `τέντωμα΄, ελνστ. σημ.: `προσπάθεια΄ & σημδ. αγγλ. tension]