Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένταξη η [éndaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εντάσσω· τοποθέτηση (κατά σειρά, τάξη κτλ.) μέσα σε συγκροτημένο σύνολο, κατηγορία κτλ.· (πρβ. κατάταξη): H ομαλή ~ των νέων στην παραγωγή / στο κοινωνικό σύνολο. H ~ μιας χώρας / ενός κράτους σε μια συμμαχία / σε ένα διεθνή οργανισμό· (πρβ. είσοδος, προσχώρηση). H κομματική / πολιτική ~ κάποιου. Ποια είναι η κομματική του ~, σε ποιο κόμμα είναι οργανωμένος ή τίνος κόμματος είναι υποστηρικτής. H ~ ενός έργου τέχνης στο κοινωνικό πλαίσιο. H ~ μια ανάμνησης σε χώρο και χρόνο. H ~ μιας περιοχής στο σχέδιο πόλης.
[λόγ. < ελνστ. ἔνταξις `παρεμβολή, τοποθέτηση΄ (-σις > -ση)]