Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένταλμα το [éndalma] Ο49 : επίσημο έγγραφο ή δελτίο με το οποίο μια αρχή διατάζει ή παραγγέλλει την εκτέλεση ορισμένης πράξης· (πρβ. εντολή): Xρηματικό ~. ~ πληρωμής. ~ σύλληψης / βίαιης προσαγωγής μάρτυρα στο δικαστήριο. Ο ανακριτής εξέδωσε ~ προφυλάκισής του. || (εκκλ.) ενταλτήριο.
[λόγ. < ελνστ. ἔνταλμα `διαταγή΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ένταλμα το.
-
- 1) Εντολή:
- του νόμου τα εντάλματα (Παϊσ., Ιστ. Σινά 85).
- 2) Έγγραφη άδεια ή εντολή αρχής:
- ένταλμα πνευματικής εξουσίας εις τας … της Πόλεως γυναίκας (Σφρ., Χρον. 505).
- 3) Μήνυμα, είδηση:
- του κόσμου τα εντάλματα καταλεπτόν ν’ ακούσουν (ενν. οι νεκροί) (Απόκοπ. 456).
[μτγν. ουσ. ένταλμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εντολή: