Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένσταση η [énstasi] Ο33 : λόγος που αντιτίθεται σε κτ. που λέχτηκε ή αποφασίστηκε· (πρβ. αντίρρηση): Διατυπώνω / προβάλλω ~. Προφορική / γραπτή ~. ~ απαρτίας, η αντίρρηση ότι δεν υπάρχει απαρτία για να γίνει ή να συνεχιστεί συνεδρίαση. ~ επί της διαδικασίας, αντίρρηση ως προς τη νομιμότητα ή την ορθότητα μιας ακολουθούμενης διαδικασίας. || (ειδικότ. νομ.) διαδικαστική πράξη με την οποία ζητείται η οριστική ή η πρόσκαιρη αποτροπή δικαιώματος ή αξίωσης του ενάγοντος: Aνατρεπτική / αναβλητική ~. Yποβάλλω / εξετάζω / κρίνω / δέχομαι ~. Tο δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις του κατηγορουμένου.
[λόγ. < αρχ. ἔνστα(σις) -ση `αντίρρηση σε επιχείρημα΄ κατά τη σημ. του ενίσταμαι]