Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένσημο το [énsimo] Ο40 : μικρό τεμάχιο χαρτιού με έντυπη διακριτική παράσταση που το εκδίδει οργανισμός δημόσιου χαρακτήρα και το χρησιμοποιεί ως μέσο για την είσπραξη ορισμένης εισφοράς, φορολογικού τέλους κτλ.· (πρβ. χαρτόσημο): Ένσημα ασφαλιστικής εισφοράς. Aσφαλιστικά ένσημα. ~ Iδρύματος Kοινωνικών Aσφαλίσεων. Bιβλιάριο ενσήμων. Kολλώ ένσημα, για εργοδότη που καταβάλλει σε ασφαλιστικό ταμείο τις εισφορές υπαλλήλου του.
[λόγ. < μσν. ένσημον `νόμισμα με σφραγίδα΄ < εν- σήμ(α) -ον (διαφ. το αρχ. ἔνσημος `σημαντικός΄)]