Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ένοχος, επίθ.
-
- α) Ένοχος για κ.:
- (Ασσίζ. 22527)·
- β) (πιθ.) υπόδικος:
- ουδέν εμπορούν να τον κρατήσου ένοχον με τοιούτας μάρτυρες (Ασσίζ. 34825)·
- γ) άξιος ποινής:
- ένοχος είσαι πειρασμών, θανάτου τιμωρίας (Σπαν. P 24).
- Το αρσ. ως ουσ. =
- 1) Υπεύθυνος· αρχηγός:
- ήτον σ’ όλους κεφαλή, ένοχος του φουσσάτου (Χρον. Μορ. H 420).
- 2) Αξιωματούχος εντεταλμένος για την είσπραξη φόρου:
- έλαβον από του άρχοντος του Κουνούπη όστις ην ένοχος … νομίσματα δέκα (Notizb. 59).
- 1) Υπεύθυνος· αρχηγός:
[αρχ. επίθ. ένοχος. Η λ. και σήμ.]
- α) Ένοχος για κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένοχος -η -ο [énoxos] Ε5 : ANT αθώος. 1. (για πρόσ., και ως ουσ. ο ένοχος, θηλ. ένοχη). α. (νομ.) αυτός που έχει κάνει πράξη η οποία δικαστικώς αποδοκιμάζεται και τιμωρείται: Tο δικαστήριο κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους. ~ φόνου / εσχάτης προδοσίας / απάτης / ψευδομαρτυρίας. Aθώος ή ~; Οι ένοχοι, όποιοι και αν είναι, θα τιμωρηθούν. Συχνά νιώθουμε ένοχοι όχι μόνο για ό,τι πράξαμε αλλά και για ό,τι επιτρέψαμε σε άλλους να πράξουν. β. αυτός που ευθύνεται για πράξη με ανεπιθύμητο αποτέλεσμα ή ηθικά μεμπτή, επικριτέα, για την οποία εκδίδεται αποδοκιμαστική ή καταδικαστική δικαστική κρίση: Aποκαλύπτουμε τους ενόχους. 2. (για συμπεριφορά κτλ.) που δείχνει, αποκαλύπτει ενοχή: Ένοχη σιωπή. Ένοχο βλέμμα / ύφος. || αθέμιτος, κατακριτέος: Ένοχες σχέσεις. ~ έρωτας. Ένοχη αγάπη.
ένοχα ΕΠIΡΡ με τρόπο ηθικά επιλήψιμο, απαράδεκτο κτλ.: ~ αποκτημένος πλούτος. || με τρόπο που δείχνει ενοχή: Tους κοίταζε ~ και προδόθηκε. [λόγ. < αρχ. ἔνοχος]