Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένορκος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ένορκος ο [énorkos] Ο19 θηλ. ένορκος [énorkos] Ο36 : πολίτης που επιλέχτηκε με κλήρο, έδωσε νόμιμο όρκο και συμμετέχει, μαζί με τακτικούς δικαστές, στη σύνθεση δικαστηρίου που δικάζει συγκεκριμένη ποινική υπόθεση· μη τακτικός λαϊκός δικαστής: Διορισμός ενόρκων. H ετυμηγορία των ενόρκων. Δικαστήριο ενόρκων, μεικτό ορκωτό δικαστήριο.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ένορκος σημδ. γαλλ. juré· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
ένορκος, επίθ.
  • Επικυρωμένος με όρκο:
    • (Δούκ. 12925).

[αρχ. επίθ. ένορκος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ένορκος -η -ο [énorkos] Ε5 : για ενέργεια που γίνεται με όρκο: Ένορκη διαβεβαίωση / μαρτυρία / κατάθεση. Ένορκη διοικητική εξέταση. ενόρκως ΕΠIΡΡ με όρκο: Kαταθέτω / διαβεβαιώνω ~.

[λόγ. < αρχ. ἔνορκος `δεσμευμένος με όρκο΄ & σημδ. γαλλ. assermenté· λόγ. < ελνστ. ἐνόρκως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες