Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένθετος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ένθετος -η -ο [énθetos] Ε5 : 1.για πράγμα που το έχουν βάλει μεταξύ άλλων τα οποία αποτελούν σειρά ή σύνολο, ως κάτι το επιπλέον ή το πρόσθετο, ώστε να διατηρεί την αυτοτέλειά του· (πρβ. εμβόλιμος): Ένθετο δεκαεξασέλιδο / τεύχος / φύλλο. Ένθετες εικόνες. Ένθετοι γεωγραφικοί χάρτες, που βρίσκονται μέσα στις αριθμημένες σελίδες εντύπου. || (ως ουσ.) το ένθετο, έντυπο που το έχουν βάλει μέσα σε άλλο και που διατηρεί την αυτοτέλειά του. 2. τοποθετημένος ή προσαρμοσμένος με ένθεση, επάνω και μέσα σε κτ.: Ένθετο κόσμημα.

[λόγ. < αρχ. ἔνθετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες