Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένθετος -η -ο [énθetos] Ε5 : 1.για πράγμα που το έχουν βάλει μεταξύ άλλων τα οποία αποτελούν σειρά ή σύνολο, ως κάτι το επιπλέον ή το πρόσθετο, ώστε να διατηρεί την αυτοτέλειά του· (πρβ. εμβόλιμος): Ένθετο δεκαεξασέλιδο / τεύχος / φύλλο. Ένθετες εικόνες. Ένθετοι γεωγραφικοί χάρτες, που βρίσκονται μέσα στις αριθμημένες σελίδες εντύπου. || (ως ουσ.) το ένθετο, έντυπο που το έχουν βάλει μέσα σε άλλο και που διατηρεί την αυτοτέλειά του. 2. τοποθετημένος ή προσαρμοσμένος με ένθεση, επάνω και μέσα σε κτ.: Ένθετο κόσμημα.
[λόγ. < αρχ. ἔνθετος]