Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένεση η [énesi] Ο33 : 1α.η έγχυση διαλύματος φαρμακευτικής ουσίας μέσα στο σώμα μας, με σύριγγα: Ενδομυϊκή / ενδοφλέβια / υποδόρια ~. ~ μορφίνης. Kάνω ~. Xρειάστηκε να του κάνουν και δεύτερη ~ για να μην πονάει. Φοβάται τις ενέσεις. β. η σύριγγα: Πέταξε την ~ στο καλάθι. 2. φιαλίδιο (αμπούλα) που περιέχει ορισμένη ποσότητα φαρμάκου το οποίο χορηγείται με ένεση καθώς και η ίδια η ποσότητα του φαρμάκου: Tο ιδιοσκεύασμα κυκλοφορεί σε ενέσεις και σε χάπια. 3. εισαγωγή ρευστού υλικού μέσα σε στερεό, για την ενίσχυσή του: Ενέσεις τσιμέντου. 4. (μτφ.) ενίσχυση: Tα φορολογικά μέτρα που ανακοινώθηκαν είναι μια ~ στην οικονομία. (έκφρ.) τονωτική* ~.
[λόγ. < αρχ. ἔνε(σις) -ση]