Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένεκεν [éneken] πρόθ. : χρησιμοποιείται για δήλωση του αιτίου, συνήθ. στη λόγια έκφραση ~ τιμής ή τιμής ~, για να δηλωθεί ότι μια προσφορά, απονομή κτλ. γίνεται για έκφραση τιμής, εκτίμησης.
[λόγ. < αρχ. ἕνεκεν `επειδή, εξαιτίας΄ & σημδ. λατ. honoris causa `από σεβασμό΄]