Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένδυση η [énδisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του ενδύω και η ενδυμασία· ντύσιμο: Επίσημη ~. Είδη ένδυσης.
[λόγ. < ελνστ. ἔνδυ(σις) -ση (διαφ. το αρχ. ἔνδυσις `είσοδος΄)]