Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένδυμα το [énδima] Ο49 : 1.ό,τι χρησιμοποιούμε για την κάλυψη του σώματός μας· ρούχο: Aντρικά / γυναικεία / παιδικά ενδύματα. Bιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων. 2. ενδυμασία, αμφίεση, περιβολή, στολή, φορεσιά: Επίσημο ~. ~ περιπάτου / χορού. 3. (ειδ. εκκλ.) ~ γάμου, τα ηθικά προσόντα που απαιτούνται για να εισέλθει κάποιος στη Bασιλεία των Ουρανών. 4. (μτφ.) για ό,τι κρύβει, καλύπτει κτ.: Πέταξε το ~ του καλού χριστιανού και φάνηκε ο αληθινός του χαρακτήρας.
[λόγ. < αρχ. ἔνδυμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ένδυμα(ν) το· έντυμα(ν)· ντύμα.
-
- Ρούχο, κάλυμμα:
- τροφάς και ενδύματα (Δούκ. 3095)·
- εντύματα βασιλικά (Αλεξ. 456)·
- (μεταφ.):
- της ανδρείας το ένδυμα (Διγ. O 1290).
[αρχ. ουσ. ένδυμα. Ο τ. έντυμαν και σήμ. κυπρ. Η λ. (‑α) και ο τ. ντύμα και σήμ.]
- Ρούχο, κάλυμμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδυμασία η [enδimasía] Ο25 : το σύνολο των εξωτερικών κυρίως ενδυμάτων τα οποία φοράει κάποιος· (πρβ. αμφίεση, περιβολή, στολή, φορεσιά): Επίσημη / καθημερινή / ατημέλητη / εορταστική / πλούσια / πολυτελής / στρατιωτική / πολιτική / εθνική / τοπική ~. ~ περιπάτου / χορού.
[λόγ. ενδυμα(τ)- (δες ένδυμα) -σία απόδ. γαλλ. habillement (πρβ. μσν. εντυμασιά `ρούχα΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενδυμασία η· εντυμασά· εντυμασία· εντυμασιά· ’ντυμασιά.
-
- Φορεσιά· ρουχισμός:
- το φαν τους, το πγειν τους, την εντυμασιάν τους (Μαχ. 1233).
[<ουσ. ένδυμα + κατάλ. ‑σία. Ο τ. εντυμασά και σήμ. κρητ. Ο τ. εντ‑ και σήμ. κυπρ. Ο τ. εντυμασιά στο Βλάχ. Η λ. τον 11. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σήμ.]
- Φορεσιά· ρουχισμός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδυματολογία η [enδimatolojía] Ο25 : η συστηματική ενασχόληση με το σχεδιασμό ενδυμασιών, ιδίως θεατρικών παραστάσεων.
[λόγ. ενδυματο(λόγιον) -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδυματολόγιο το [enδimatolójio] Ο40 : α.το σύνολο των ενδυμασιών που σχεδιάζονται και χρησιμοποιούνται σε θεατρική παράσταση: Πλούσιο / φτωχό / φανταχτερό ~. Aναλαμβάνω να αποφασίσω για το ~ μιας παράστασης. β. (λόγ.) το σύνολο των ενδυμάτων κάποιου· γκαρνταρόμπα.
[λόγ. ενδυματ- (ένδυμα) -ο- + -λόγιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]