Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ένδοξος, επίθ.
-
- α) Ξακουστός, φημισμένος:
- (Δούκ. 1152)·
- β) (ο υπερθ. βαθμός σε τιμητική προσφών.):
- εντιμότατε και ενδοξότατε άρχων (Παρθεν., Γράμμ. 227).
[αρχ. επίθ. ένδοξος. Η λ. και σήμ.]
- α) Ξακουστός, φημισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένδοξος -η -ο [énδoksos] Ε5 : δοξασμένος, συνήθ. εξαιτίας ηρωϊκής ή πολεμικής πράξης: Ένδοξοι ήρωες / μαχητές. ~ στρατός. Ένδοξο όνομα. Οι ένδοξοι πρόγονοί μας. H ένδοξη ιστορία μας. Ένδοξη μάχη. Ένδοξη εποχή. || (επέκτ.) που φέρνει σε κπ. δόξα: ~ θάνατος.
ένδοξα & (λόγ.) ενδόξως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἔνδοξος, αρχ. σημ.: `με μεγάλη υπόληψη΄· λόγ. < αρχ. ἐνδόξως]