Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένδικος -η -ο [énδikos] Ε5 : (νομ.) ένδικα μέσα, οι προβλεπόμενες από τη δικονομία διαδικαστικές πράξεις με τις οποίες ένας διάδικος μπορεί να επιδιώξει την ακύρωση ή τη μεταβολή δικαστικής απόφασης (π.χ. έφεση, αναίρεση, αναψηλάφηση, ανακοπή κτλ.).
[λόγ. < ελνστ. ἔνδικος `που αναφέρεται στο δικαστήριο΄, αρχ. σημ.: `νόμιμος΄]