Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έναστρος -η -ο [énastros] Ε5 : που είναι γεμάτος άστρα. ANT άναστρος: ~ ουρανός. Έναστρη νύχτα.
[λόγ. < ελνστ. ἔναστρος, αρχ. σημ.: `ανάμεσα στ΄ άστρα΄]