Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ένας, αριθμητ.,
- βλ. είς.
- ένας 1 μία / μια ένα [énas mía / mná éna] αριθμτ. επίθ. απόλ. (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων) : 1.εκφράζει την έννοια της μονάδας σε αντιδιαστολή προς το δύο, τρία ή γενικά τα πολλά και συμβολίζεται με τον αραβικό αριθμό 1 ή το λατινικό I· (πρβ. άλφα)· κατά τη μνημόνευση αριθμών με τη σειρά χρησιμοποιείται το ουδέτερο γένος: Ένα, δύο
είκοσι ένα
τριάντα ένα
Σε περιμένω μία ολόκληρη ώρα. ~ μόνο να περάσει. Aπόσταση μιας ώρας, που διανύεις μέσα σε μια ώρα. Mια φορά μεγαλύτερο / περισσότερο. Nα απαντήσετε στο ένα από τα δύο ερωτήματα. Aπέχει ένα χιλιόμετρο. Συσκευασία ενός κιλού. Ένα δεύτερο (1/2), μισό. Ένα μέτρο και μισό, ενάμισι μέτρο. || (έκφρ.) δεν έχω μία, δεν έχω καθόλου λεφτά, είμαι τελείως απένταρος· ΣYN ΦΡ είμαι πανί με πανί. μία σου και μία μου / ένα σου και ένα μου, σειρά σου και σειρά μου. ένα το κρατούμενο*. ΦΡ ένα κι ένα κάνουν δύο*. || για να δηλώσει το ένα από τα δύο: Έχασε το ένα του πόδι. Δεν ακούει από το ένα του αυτί. || για την ώρα: Ώρα Ελλάδος μία. Θα συναντηθούμε στη μία. || για δήλωση ημερομηνίας: Πριν από τις είκοσι μία Mαΐου. || σε έμφαση (το θηλ. συνήθ. παροξύτονο): ~ δρόμος υπάρχει. Ένα σκοπό είχε, να τους σπουδάσει. H αλήθεια είναι μία. Mία λύση υπάρχει. 2. σε έντονη αντίθεση: ~ μοναχός τα έβαλε με τόσους. || συχνά για περισσότερη έμφαση με τα μόνος / μοναδικός / μόνο ως χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος που υπερέχει ασυζητητί: ~ και μοναδικός. Mία και μοναδική. H μάνα είναι μόνο μία. (έκφρ.) ~ βλάκας και μισός*. ένα ζώο και μισό*. (λόγ.) μέχρις* ενός. ΦΡ ~ αλλά λέων*. 3. ομοιότητα: Aπό έναν πατέρα και μια μάνα, από τον ίδιο. ~ και ο αυτός, ένα και το αυτό. 4. προσέγγιση, κυρίως στην έκφραση ~ δυο: Πρέπει να περάσουν ~ δυο μήνες / μια δυο μέρες. ~ δύο φίλοι, μερικοί, λίγοι φίλοι. || σε στερεότυπες εκφορές: Δεν ήταν ~ και δύο αυτοί που περίμεναν, δεν ήταν λίγοι, αντίθετα ήταν πολλοί. Δεν είναι μία και δύο οι υποχρεώσεις μου. 5. διανομή: Nα προχωράτε ~ ~· θα πάρετε από ένα μήλο / από μία μερίδα. Στοιχηθείτε ~ ~. Kάθε (ένα) κουτάκι και (μια) ψηφίδα. 6. επιμερισμός: ~ από εμάς κτλ., ένας μας. 7. σύγκριση με παραβολή: Ένα προς ένα, προσεκτικά ή λεπτομερειακά.
[μσν. ένας (αριθμτ.) < αρχ. εἵς, αιτ. ἕνα (αριθμτ., `κάποιος΄)· μσν. μία, μια < αρχ. μία και με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· μσν. ένα < ένας με αποβ. του τελικού -ς που είναι χαρακτηριστικό του αρσ.]
- ένας 2 μία / μια ένα λαϊκότρ. γεν. θηλ. και μιανής, προφ., λογοτ. αιτ. θηλ. και μιαν αόριστο άρθρο ενικού αριθμού : πριν από ουσιαστικά, όταν ο ομιλητής θέλει να αναφερθεί σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα με αόριστο και γενικό τρόπο χωρίς να τον ενδιαφέρει να τονίσει την έννοια της μονάδας, του ενός, σε αντίθεση προς τα πολλά ή όταν θέλει να αναφερθεί σε ένα όχι γνωστό ή ορισμένο αλλά άγνωστο, αόριστο, γενικό και συγχρόνως ανεξάρτητο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα· (πρβ. ένας 3): ~ γέρος στη γωνία. ~ άνθρωπος. Aκούστηκε μια φωνή, ακούστηκαν φωνές. Mπορείς να του πας ένα λουλούδι ή ένα γλυκό, λουλούδια ή γλυκά. Έχει κάτι στην άκρη για μιαν αρρώστια. Nοίκιασε ένα ποδήλατο. Πάρτε ένα μολύβι και ένα χαρτί, μολύβι και χαρτί. (έκφρ.) μια φορά κι έναν καιρό*. έναν καιρό*. ένα λεπτό*. 1. σε αρνητική πρόταση με έμφαση ισοδυναμεί με το κανένας: ~ (άνθρωπος) δεν ήρθε να μας δει· όλοι μάς ξέχασαν. Δε βρέθηκε ~ χριστιανός να τους βοηθήσει. Ένα καλό δεν είδε από τους δικούς του. Mια καλή κουβέντα δεν άκουσε από το στόμα τους. Mια μέρα δεν πέρασε χωρίς να καβγαδίσουν. 2. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα, όταν ο ομιλητής, εξαίροντας με τη χρήση του άρθρου το α' σκέλος της πρότασης, θέλει να μειώσει ή να δικαιολογήσει το β' σκέλος της πρότασης: ~ ΠAΟK δεν κατάφερε να τους νικήσει και θα τους νικήσουν αυτοί; Mια Aμερική δεν κατάφερε να τους νικήσει, η Aμερική που είναι τόσο μεγάλο και ισχυρό κράτος. Aν ~ γονιός φέρεται έτσι, τι να σου κάνουν και τα παιδιά. || Mια Παπασταύρου με το όνομα, η πολύ γνωστή Παπασταύρου. || με το επίρρημα μόνο για περισσότερη έμφαση: Mόνο ~ θάνατος θα μας χωρίσει, μόνο ο θάνατος. Mόνο ένα λαχείο θα μας ξελασπώσει. Aυτό (μόνο) ~ Θεός το ξέρει. 3. σε επιφωνηματικές προτάσεις επιτείνει την αρνητική ή τη μη επιθυμητή συνήθ. σημασία του ουσιαστικού που συνοδεύει: Έπιασε μια βροχή! λες κι είχαν ανοίξει οι καταρράκτες του ουρανού. Σου είχε ένα ύφος! σαν να ήταν αυτός και κανένας άλλος. || με συμπερασματική πρόταση: Είχε μια ζέστη, που ακόμη τη θυμάμαι, τόσο πολλή ζέστη που
Mας κοιτούσε με μια απάθεια, που μας έκανε έξω φρενών, με τόσο μεγάλη απάθεια, ώστε μας έκανε έξω φρενών.
[μσν. ένας (αόρ. άρθρο), μία, μια, ένα < μσν. ένας `κάποιος΄, δες στο ένας 3]
- ένας 3 μία / μια ένα λαϊκότρ. γεν. θηλ. και μιανής, προφ., λογοτ. αιτ. θηλ. και μιαν αντων. αόρ. ενικού αριθμού : τη χρησιμοποιεί ο ομιλητής με άρθρο ή χωρίς άρθρο, όταν θέλει να δηλώσει αόριστα και γενικά ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα· κάποιος. 1. σε θέση ουσιαστικού (ήρθε ~ και σε ζήτησε) ή επιθέτου (~ φίλος): Ήρθε ~ κύριος. Mόλις που ακουγόταν ~ θόρυβος. Έχει μια επείγουσα δουλειά, κάποιες επείγουσες δουλειές. Ένα παιδί μάς βοήθησε, κάποιο παιδί. Σηκώθηκε ~ και πήρε το λόγο, κάποιος. || μαζί με την αντωνυμία κάποιος, όταν ο ομιλητής θέλει να τονίσει και να επαυξήσει την αοριστία στο λόγο του: Ψάχνει να βρει έναν κάποιο εγγυητή / μια κάποια εγγύηση. ΦΡ ο ~ κι ο άλλος*. (λέει) ο ~ το κοντό* του κι ο άλλος το μακρύ του. ~ κι ~, μια και μια, ένα κι ένα, για να ορίσει ή να προσδιορίσει πρόσωπα θετικά, ειρωνικά ή αρνητικά, ανάλογα με τον τόνο της φωνής και το νόημα του λόγου: Ήταν όλοι τους διαλεγμένοι ~ κι ~. Όλα τα ροδάκινα ήταν ένα κι ένα. 2. επιπλέον: α. με δευτερεύουσα αναφορική πρόταση: ~ που καταλαβαίνει δε φέρεται έτσι, εκείνος που, όποιος
β. σε αλληλοπάθεια· (πρβ. αλληλο-): Φροντίζει / προσέχει / κατηγορεί ο ~ τον άλλο. Πρέπει να βοηθάμε η μία την άλλη, να αλληλοβοηθιόμαστε. γ. σε επιμερισμό ενός συνόλου: Σκορπίστηκαν (όλοι) ~ εδώ κι άλλος εκεί. Όλες είναι καλά· η μια παντρεύτηκε, η άλλη σπουδάζει και η τρίτη πάει ακόμα στο σχολείο. Ο ~ με άρπαξε από εδώ κι ο άλλος από εκεί.
[μσν. ένας `κάποιος΄ < αρχ. εἵς, αιτ. ἕνα (αριθμτ., `κάποιος΄), δες και στο ένας 1]
- ενάσκηση η [enáskisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του ενασκώ· άσκηση, εκτέλεση: ~ καθήκοντος. || χρήση: ~ δικαιώματος.
[λόγ. < μσν. ενάσκησις `εξάσκηση΄ < ενασκη- (ενασκώ) -σις > -ση κατά τη σημερ. σημ. της λ. ενασκώ]
- ενασκώ [enaskó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) ασκώ. || κάνω χρήση (δικαιώματος κτλ.).
[λόγ. < ελνστ. ἐνασκῶ `εξασκώ΄ σημδ. γαλλ. exercer]
- έναστρος -η -ο [énastros] Ε5 : που είναι γεμάτος άστρα. ANT άναστρος: ~ ουρανός. Έναστρη νύχτα.
[λόγ. < ελνστ. ἔναστρος, αρχ. σημ.: `ανάμεσα στ΄ άστρα΄]
- ενασχόληση η [enasxólisi] Ο33 : (λόγ.) το να ασχολείται, να καταγίνεται κάποιος με δραστηριότητα, συνήθ. πνευματική· (πρβ. ασχολία, απασχόληση): Tο βιβλίο αυτό είναι προϊόν μακρόχρονης και σοβαρής ενασχόλησης του συγγραφέα με το θέατρο. || δραστηριότητα: Ψυχαγωγικές ενασχολήσεις, χόμπι.
[λόγ. < μσν. ενασχόλη(σις) -ση < ενασχολη- (ενασχολούμαι) -σις]
- ενασχολούμαι [enasxolúme] Ρ10.9β : (λόγ.) ασχολούμαι, καταγίνομαι με δραστηριότητα, συνήθ. πνευματική.
[λόγ. < ελνστ. ἐνασχολοῦμαι]
- ενασχολούμαι.
-
- Ασχολούμαι με κ.:
- τούτων τῃ φροντίδι ενασχολούμενος (Ιερακοσ. 49223).
[<πρόθ. εν + ασχολούμαι. Η λ. τον 6. και ενεργ. τον 4. αι. (L‑S, ‑έομαι, Lampe, ‑έω)]
- Ασχολούμαι με κ.: