Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμφυτος -η -ο [émfitos] Ε5 : (για ιδιότητα, γνώρισμα κτλ.) που τον έχει κάποιος από τη φύση του και δεν τον έχει αποκτήσει από πείρα ή διδασκαλία· (πρβ. σύμφυτος, εγγενής, φυσικός). ANT επίκτητος: Έμφυτη διάθεση / κακία / ικανότητα / τάση. Έμφυτα χαρίσματα. || (φιλοσ.) Έμφυτες ιδέες, που υπάρχουν στη συνείδηση του ανθρώπου ανεξάρτητα και πριν από κάθε εμπειρία, εγγενείς.
[λόγ. < αρχ. ἔμφυτος]