Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμπροσθεν [émbrosθen] επίρρ. τοπ. : (λόγ., σε σύνταξη με γενική) μπροστά από: Έμπροσθέν μου, μπροστά μου. ~ της εισόδου, μπροστά από την είσοδο.
[λόγ. < αρχ. ἔμπροσθεν]
[Λεξικό Κριαρά]
- έμπροσθεν, επίρρ.· έμπροσθε· έμπροστε· έμπροστεν· ’μπροσθέν· όμπροστε.
-
- 1) (Τοπ.) μπροστά:
- έμπροστεν του ενού και του άλλου (Ασσίζ. 30322‑3).
- 2) (Χρον.) μετά, στο εξής:
- από του νυν και έμπροστεν (Χρον. Μορ. H 696).
[αρχ. επίρρ. έμπροσθεν]
- 1) (Τοπ.) μπροστά: