Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμπορος ο [émboros] Ο19 προφ. πληθ. και εμπόροι θηλ. έμπορος [émbo ros] Ο36 : 1.αυτός που κατ΄ επάγγελμα αγοράζει προϊόντα και, χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά τη μορφή τους, τα πουλά πάλι για να κερδίσει χρήμα, αυτός που κατ΄ επάγγελμα κάνει εμπόριο: ~ χονδρικής, χονδρέμπορος. ~ λιανικής. Πλανόδιος ~, γυρολόγος, πραματευτής, μικροπωλητής. ~ ξυλείας, ξυλέμπορος. ~ χαρτιού, χαρτέμπορος. || ~ έργων τέχνης. || ~ ναρκωτικών. 2. ως ιδιαίτερα μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που χρησιμοποιεί κάποιο υψηλό ιδανικό ή ένα κοινωνικό αγαθό, για να εξαπατήσει ή να εκμεταλλευτεί άλλους, ή για χρηματισμό: Οι έμποροι της ελευθερίας / των εθνικών ιδεωδών. Οι έμποροι της υγείας / της παιδείας.
εμποράκος ο YΠΟKΟΡ αυτός που εμπορεύεται προϊόντα μικρής αξίας και σε μικρή ποσότητα· μικρέμπορας. || ψιλικατζής: Ο ~ της γειτονιάς. [αρχ. ἔμπορος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· έμπορ(ος) -άκος]
[Λεξικό Κριαρά]
- έμπορος (I) ο.
-
- Έμπορος:
- (Απολλών. 430).
[αρχ. ουσ. έμπορος. Η λ. και σήμ.]
- Έμπορος:
[Λεξικό Κριαρά]
- έμπορος (II), επίθ.
-
- Εξουσιοδοτημένος για μια ενέργεια:
- ο άνδρας της ποιεί την συμβίον του έμπορην … να πουλεί, ν’ αγοράζει (Ασσίζ. 3468).
[<εμπορώ]
- Εξουσιοδοτημένος για μια ενέργεια: