Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμπλαστρο το [émblastro] Ο42 : φαρμακευτικό παρασκεύασμα (ύφασμα επιχρισμένο με φαρμακευτικές ουσίες), το οποίο επικολλάται σε πάσχοντα μέρη του σώματος επάνω στο δέρμα, συνήθ. για να καταπραΰνει πόνους.
[ελνστ. ἔμπλαστρος ἡ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- έμπλαστρον το.
-
- Έμπλαστρο:
- Θες δε και το έμπλαστρον εις το ήπαρ (Σταφ., Ιατροσ. 488).
[μτγν. ουσ. έμπλαστρον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Έμπλαστρο: