Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμπιστος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
έμπιστος, επίθ.· εμπιστός· ’μπιστός.
  • 1) Πιστός, αφοσιωμένος·
    • (προκ. για πρόσωπο):
      • φίλον εμπιστόν (Μαχ. 55418‑9
    • (προκ. για αίσθημα):
      • αγάπην εμπιστήν είχεν να ’λπίζει (Κυπρ. ερωτ. 565).
  • 2) (Προκ. για τόπο) ασφαλής:
    • (Κυπρ. ερωτ. 754).

[<πρόθ. εν + επίθ. πιστός. Ο τ. εμπιστός και σήμ. ποντ. και κυπρ. Η λ. στον Ησύχ. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμπιστος -η -ο [émbistos] Ε5 : για πρόσωπο προς το οποίο κάποιος έχει απόλυτη και σταθερή ή διαρκή εμπιστοσύνη, πίστη και βεβαιότητα για την εντιμότητά του, την ειλικρίνεια και την εχεμύθεια: ~ φίλος. ~ υπηρέτης. ~ υπάλληλος / συνεργάτης. Mόνο στους πιο έμπιστους από τους συνεργάτες του ανακοίνωσε τα σχέδιά του. || (ως ουσ.): Ο ~ του πρωθυπουργού.

[λόγ. < μσν. έμπιστος < εμ- (δες εν-) πίστ(η) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπιστοσύνη η [embistosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1.η πίστη, η βεβαιότητα κάποιου ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει ορισμένη ικανότητα ή ιδιότητα (εντιμότητα, ειλικρίνεια συναισθημάτων, εχεμύθεια κτλ.): Aπόλυτη / τυφλή / αμοιβαία ~. Έχω ~ σε κπ. Εμπνέω σε κπ. ~. Kερδίζω / αποκτώ / χάνω την ~ κάποιου. Εκφράζω / δείχνω την ~ μου προς κπ. Περιβάλλω κπ. με την ~ μου. Tου είχε τόση ~, που δε ζήτησε απόδειξη παραλαβής. Έχω ~ στην εχεμύθειά σας / στους λόγους σας. Γιατί δε μου λες τι σχεδιάζεις; δε μου έχεις ~; Aποδείχτηκε ότι δεν είναι άξιος της εμπιστοσύνης μας. Πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, προς το οποίο έχουν όλοι εμπιστοσύνη. (έκφρ.) χαίρω* της εμπιστοσύνης κάποιου. 2. (πολ.) η στήριξη μιας κυβέρνησης από το κοινοβούλιο, η έγκριση του κυβερνητικού προγράμματος από αυτό: H κυβέρνηση απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου. Ψήφος εμπιστοσύνης, η στήριξη μιας κυβέρνησης από το κοινοβούλιο, που προκύπτει από ειδική ψηφοφορία: H κυβέρνηση ζήτησε / πήρε ψήφο εμπιστοσύνης.

[λόγ. < μσν. εμπιστοσύνη < έμπιστ(ος) -οσύνη]

[Λεξικό Κριαρά]
εμπιστοσύνη η· εμπιστιοσύνη· ενεμπιστοσύνη· ’μπιστοσύνη.
  • 1)
    • α) Εμπιστοσύνη:
      • να δείξουν ’μπιστοσύνην (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4214
    • β) πίστη, αφοσίωση:
      • μ’ ανέναι και έναι και αγαπάς να έχεις εμπιστοσύνη (Δεφ., Λόγ. 705).
  • 2) Εγγύηση:
    • χαρτίν της εμπιστιοσύνης (Μαχ. 3829).
  • 3) Ασφάλεια:
    • να μείνει ως το ταχύ μετ’ αυτουνούς διά εμπιστοσύνη (Σταυριν. 666).
  • 4) Προστασία:
    • εις την εμπιστοσύνη σου … μ’ ήθελε παραδώσει (Ροδολ. Α´ 55).
  • 5) Σταθερότητα:
    • ήταν τα χέρια του (ενν. του Μωσέ) εμπιστοσύνη ως ίνα κάτσει ο ήλιος (Πεντ. Έξ. ΧVΙΙ 12).

[<επίθ. έμπιστος + κατάλ. σύνη. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες