Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμπειρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έμπειρος, επίθ.
  • Που έχει πείρα, γνώση κάπ. πράγματος, πεπειραμένος:
    • (Διγ. Z 3566).

[αρχ. επίθ. έμπειρος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμπειρος -η -ο [émbiros] Ε5 : (για πρόσ. που ασκεί ορισμένο έργο) που έχει πείρα, γνώσεις και ικανότητες αποκτημένες στην πράξη· πεπειραμένος. ANT άπειρος: ~ οδηγός / γιατρός / εργάτης / τεχνίτης / κυνηγός / πολιτικός.

[λόγ. < αρχ. ἔμπειρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες