Παράλληλη αναζήτηση
31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμπα το [émba] Ο (άκλ.) : (προφ., λαϊκότρ.) τόπος ή χρόνος εισόδου· είσοδος. ANT έβγα: Στο ~ του χωριού. Στο ~ χίλιους σκότωσε, στο έβγα δυο χιλιάδες. || αρχή χρονικής περιόδου: Στο ~ του χρόνου / του χειμώνα, στην αρχή.
[μσν. έμπα το < ουσιαστικοπ. προστ. έμπα του ρ. (ε)μπαίνω κατά το έλα]
- έμπα το· έμπαν.
-
- 1) Είσοδος:
- στο έβγα κι εις το έμπαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52924).
- 2) Πύλη, είσοδος:
- το έμπα του ναού (Θησ. Ζ´ [641]).
- 3) Πέρασμα, δίοδος:
- εκράτησαν τα έμπατα, τες στράτες του πελάγου (Χρον. Μορ. H 1288).
- 4) (Προκ. για χρόνο) έναρξη περιόδου, αρχή:
- στο έμπα καλοκαιρίου (Διακρούσ. 7726).
- 5) (Προκ. για εμπόριο) εισαγωγή:
- Το δίκαιον του σησαμίου ορίζει … να πάρουν εις το έμπα του μάρκα β´ (Ασσίζ. 2394).
- Η λ. στο θηλ. ως τοπων.:
- (Μαχ. 1146).
[β´ πρόσ. εν. προστ. αορ. του εμπαίνω ως ουσ. Η λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Είσοδος:
- εμπάζω· εμβάζω· μπάζω.
-
- 1)
- α) Βάζω κάπ. ή κ. μέσα σ’ ένα χώρο, εισάγω:
- να μπάσουνε εις τα σακιά τα ρούχα τωνε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1935)·
- (μεταφ.):
- την αγάπην μπάζει στο στήθος της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1071])·
- β) (μεταφ.) αποκαλύπτω, φανερώνω:
- μας έμπασες εις το φως της αλήθειας σου (Χριστ. διδασκ. 434)·
- γ) εγκαθιστώ κάπ. κάπου:
- και πάλιν να μας μπάσεις μέσα εις την παράδεισον (Διακρούσ., Πένθος 238)·
- δ) επιτρέπω την είσοδο σε κάπ.:
- ποίκεν τους όρκον … και τότες τον εμπάσαν (Βουστρ. 2125‑6)·
- ε) οδηγώ, συνοδεύω κάπ.:
- εμπάσαν τον τουμ Πέτρον εις την χώραν με πολλήν τιμήν (Βουστρ. 13213).
- α) Βάζω κάπ. ή κ. μέσα σ’ ένα χώρο, εισάγω:
- 2)
- α) Επιβιβάζω:
- οδήγησεν τα κάτεργά του και έμπασεν τους μαντατοφόρους (Μαχ. 18614)·
- β) (προκ. για πράγμα) βάζω επάνω, φορτώνω:
- Καράβια μόνο θέλουσι το πράμα τως να μπάσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 54513)·
- γ) (προκ. για σκάλα καραβιού) μαζεύω, τραβώ:
- (Άλ. Κύπρ. 1264).
- α) Επιβιβάζω:
- 3)
- α) Βάζω, τοποθετώ:
- τσ’ εικόνες … μέσα να τες μπάσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 53918)·
- β) (προκ. για σκάλα πολιορκητική) στήνω, τοποθετώ:
- εβαστούσανε τσι σκάλες να τσι μπάσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32224).
- α) Βάζω, τοποθετώ:
- 4)
- α) Σύρω κάπ. βίαια, τραβώ:
- εις τα καράβια τσ’ έμπασεν όλους κι εδέσασί τσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3194)·
- β) εξαναγκάζω, «καταδικάζω» κάπ. σε μια κατάσταση:
- την ψυχήν την δολεράν εμπάζουν τη εις το βρώμα (Συναξ. γυν. 57).
- α) Σύρω κάπ. βίαια, τραβώ:
- 5)
- α) Δέχομαι κάπ.:
- έμπασεν τον Ρίτζον … και εκοιμήθησαν αντάμα (Βουστρ. 20612‑13)·
- β) (προκ. για γυναίκες) δέχομαι με ανήθικους σκοπούς:
- μερικές κρυφά τους μπάζουν (ενν. τους καύχους) (Συναξ. γυν. 1193)·
- γ) (μεταφ.) αποδέχομαι, ακολουθώ:
- να μην εμπάζουσι καμίαν ξένην διδασκαλίαν (Χριστ. διδασκ. 409)·
- δ) καλώ κάπ. να συμμετάσχει σε μια εκδήλωση:
- εις τον χορόν να σ’ έμπασε (Πικατ. 377).
- α) Δέχομαι κάπ.:
- 6)
- α) Μεταφέρω κάπ. ή κ. σε άλλο χώρο:
- ηύραν πολλές βιτουαλίες και εμπάσαν τες εις την Κερυνίαν (Βουστρ. 9410)·
- β) (προκ. για μήνυμα) μεταβιβάζω, διαβιβάζω:
- την απιλογιά (ενν. του βιζίρη) ο Παναγιώτης μπάζει στου γενεράλε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5399).
- α) Μεταφέρω κάπ. ή κ. σε άλλο χώρο:
- 7) Προσορμίζω, αγκυροβολώ:
- στην Πόλη μέσα τα ’μπασε (ενν. τα κάτεργα) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4037).
- 8) Φορώ σε κάπ. κ.:
- μια καδένα χρουσωτή εις το λαιμό του μπάζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3438).
- 9) Ανεβάζω κάπ. σε υψηλό σημείο:
- εντύσαν τον … και εμπάσαν τον ψηλά (Μαχ. 1227)·
- (μεταφ.):
- ο θυμός του αφέντη … άλλους εμπάζει και άλλους κατεβάζει (Μαχ. 24429).
- 10) Περνώ κ. μέσα από κ. άλλο:
- απού μίαν τρύπαν … εμπάσαν τους (Μαχ. 6363).
- 11) Ορίζω, αναθέτω:
- Ο Κύριος με έμπασε να κληρονομέσω την γην (Χριστ. διδασκ. 66).
- 12) Συμφιλιώνω:
- εμπάσαν τους κατά τον πρώτον σασμόν (Μαχ. 11436).
- 13) Εμπλέκω κάπ. σε μια υπόθεση:
- εις όρωτος υπόθεσιν εμπάζει (Λίβ. Esc. 2077).
- 14) Αποφέρω:
- να παίρνει … τα όσα εμπάζουνε οι αλ’κές (Χρον. σουλτ. 10718).
- Φρ.
- 1) Εμβάζω κάπ. εις ακηδίαν = προκαλώ σε κάπ. ανία, κούραση:
- (Σπαν. Va 574).
- 2) Μπάζω κάπ. εις τα βάσανα, εις τσιγαρισμόν = ταλαιπωρώ, βασανίζω:
- (Ευγέν. 1284), (Λίβ. Sc. 742).
- 3) Μπάζω κάπ. στα δίχτυα μου = γοητεύω, σαγηνεύω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1110]).
- 4) Μπάζω κάπ. στο θρόνο = αναγορεύω κάπ. βασιλιά:
- (Ζήν. Γ´ 12).
- 5) Εμπάζω λόγους = πλάθω ιστορίες:
- (Λίβ. (Lamb.) N 497).
- 6) Μπάζω κάπ. ομπρός μου = δέχομαι κάπ. σε ακρόαση:
- (Μαχ. 64632).
- 7) Εμπάζω κάπ. εις (οφ)φίτσιον = τοποθετώ, διορίζω κάπ. σε κάπ. αξίωμα:
- (Σαχλ., Αφήγ. 299).
[<αρχ. εμβιβάζω (>εμβάζω >εμπάζω). Οι τ. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ.]
- 1)
- εμπάθεια η [embáθia] Ο27 : το να κυριαρχείται κάποιος από έντονα συναισθήματα εχθρότητας, κακίας ή μίσους· η ιδιότητα και ο τρόπος του εμπαθούς: Mίλησε με πολλή ~. Tον επέκριναν δριμύτατα, αλλά χωρίς οργή και ~. H ~ και ο φανατισμός δεν αφήνουν περιθώρια για διάλογο.
[λόγ. < ελνστ. ἐμπάθεια `φυσική επίδραση, πάθος΄ κατά την αλλ. της σημ. του εμπαθής]
- εμπαθής, επίθ.
-
- Ασθενικός:
- κόκκους γηπονόμου κόψας δίδου αυτῴ …, ίνα μη εμπαθής γένηται (Ιερακοσ. 45624).
[αρχ. επίθ. εμπαθής. Η λ. και σήμ.]
- Ασθενικός:
- εμπαθής -ής -ές [embaθís] Ε10 : α.(για πρόσ.) που κυριαρχείται από έντονα συναισθήματα εχθρότητας, που ενεργεί κινούμενος από αυτά: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. ~ ομιλητής / πολιτικός. Mεροληπτικός και ~ κριτής. β. (για ενέργεια) που προέρχεται και καθορίζεται από έντονο συναίσθημα εχθρότητας: ~ συμπεριφορά / ομιλία / κριτική.
εμπαθώς ΕΠIΡΡ με εμπάθεια, με τρόπο εμπαθή. [λόγ. < αρχ. ἐμπαθής `συγκινημένος΄, ελνστ. σημ.: `με έντονη συμπάθεια΄ σημδ. γαλλ. passionnel· λόγ. < αρχ. ἐμπαθῶς]
- έμπαιγμα το.
-
- Αντικείμενο εμπαιγμού:
- (Πόλ. Τρωάδ. 513 κριτ. υπ).
[μτγν. ουσ. έμπαιγμα]
- Αντικείμενο εμπαιγμού:
- εμπαιγμός ο [embeγmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμπαίζω. 1. περιφρονητικός ή προσβλητικός αστεϊσμός σε βάρος κάποιου· χλευασμός, κορόιδεμα: Δημόσιος ~, διαπόμπευση, διασυρμός. 2. παραπλάνηση ή εξαπάτηση κάποιου με ψευδείς υποσχέσεις ή πληροφορίες, κολακευτικούς λόγους κτλ., και με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση· (πρβ. κοροϊδία, φενακισμός): Kαταγγέλλω τον εμπαιγμό της κοινής γνώμης. Ο ~ του λαού από την εκάστοτε εξουσία.
[λόγ. < ελνστ. ἐμπαιγμός]
- εμπαιγμός ο.
-
- Περίγελος, χλευασμός:
- προς γέλωτα και εμπαιγμόν (Μυστ. 50).
[μτγν. ουσ. εμπαιγμός. Η λ. και σήμ.]
- Περίγελος, χλευασμός:
- εμπαίζω [embézo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. ενέπαιξα, απαρέμφ. εμπαίξει : 1.κάνω περιφρονητικούς ή προσβλητικούς αστεϊσμούς σε βάρος κάποιου· περιπαίζω, χλευάζω, περιγελώ, κοροϊδεύω: ~ δημοσίως, διαπομπεύω. 2. παραπλανώ ή εξαπατώ κπ. με ψευδείς υποσχέσεις ή πληροφορίες, κολακευτικούς λόγους κτλ., και συνήθ. με τρόπο που δείχνει κάποια περιφρόνηση· (πρβ. κοροϊδεύω, φενακίζω): Εμπαίζουν το λαό με εξαγγελίες μέτρων που ξέρουν ότι δε θα τις εφαρμόσουν. Δεν καταλαβαίνεις ότι σε εμπαίζουν λέγοντας πότε το ένα και πότε το άλλο;
[λόγ. < αρχ. ἐμπαίζω]