Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμμονος -η -ο [émonos] Ε5 : (λόγ.) 1α. που παραμένει αυτός που είναι, που δεν παθαίνει αλλαγές· σταθερός: Έμμονη αντίληψη / άποψη. (έκφρ.) έμμονη ιδέα: α. (ψυχιατρ.) ιδέα η οποία επανέρχεται επίμονα και διαρκώς στη συνείδηση ενός ασθενούς, ο οποίος και αδυνατεί παντελώς να απαλλαγεί από αυτή. β. ιδέα, σκέψη, γνώμη, παράσταση κτλ. με την οποία η συνείδησή μας απασχολείται μονίμως και διαρκώς, χωρίς να μπορεί εύκολα να απαλλαγεί από αυτή: Mε βασανίζουν έμμονες ιδέες. Έχει την έμμονη ιδέα ότι οι πάντες τον επιβουλεύονται. H επιθυμία να ταξιδέψει, να φύγει μακριά, είχε αρχίσει να του γίνεται έμμονη ιδέα. β. (ειδικότ.): Έμμονα έλαια, που δεν εξαερώνονται. Έμμονα αέρια, που δε διασκορπίζονται. 2. (φιλοσ.) για ό,τι υπάρχει μέσα σε ένα πράγμα ή σε μία έννοια και δεν μπορεί να βγει έξω από τα όριά της: Έμμονη αιτία, που υπάρχει μέσα σε μια έννοια παρά τις μεταβολές της. ANT εξωτερικός, υπερβατικός.
[λόγ.: 1: αρχ. ἔμμονος `σταθερός΄, ελνστ. σημ.: `χρόνιος΄ & σημδ. γαλλ. fixe, idée fixe· 2: σημδ. γαλλ. immanent]