Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έλος το [élos] Ο46 : εδαφική έκταση που καλύπτεται από αβαθή και λιμνάζοντα νερά μέσα στα οποία υπάρχουν γεώδεις και φυτικές ύλες· (πρβ. βάλτος, τέλμα).
[λόγ. < αρχ. ἕλος]
[Λεξικό Κριαρά]
- έλος το.
-
- 1) Βάλτος:
- (Δούκ. 13123).
- 2) Δάσος, σύδεντρο:
- λέων ήδη φοβερός εξήλθεν εκ του έλους (Διγ. Z 2856).
- Η λ. και ως τοπων.:
- (Χρον. Μορ. P 2064).
[αρχ. ουσ. έλος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βάλτος: