Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έλκηθρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έλκηθρο το [élkiθro] Ο41 : όχημα χωρίς τροχούς, κατασκευασμένο έτσι, ώστε να γλιστρά επάνω σε πάγο ή σε χιόνι.

[λόγ. < αρχ. ἕλκηθρον `δοκός του αλετριού΄ σημδ. γαλλ. traineau]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες