Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έλαφος η [élafos] Ο36 : (λόγ.) το ελάφι: Aρσενική ~. Θηλυκή ~, ελαφίνα.
[λόγ. < αρχ. ἔλαφος ὁ, ἡ άσχετα προς το φυσικό γένος]
[Λεξικό Κριαρά]
- έλαφος ο — η.
-
- Ελάφι:
- (Διγ. Z 2292).
[αρχ. ουσ. έλαφος]
- Ελάφι: