Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έλατο
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έλατο το [élato] Ο40 : αειθαλές κωνοφόρο δέντρο του δάσους με ψηλό και ευθυτενή κορμό και διάταξη κλαδιών που του δίνει μορφή πυραμίδας: Θεόρατα / χιονισμένα έλατα. Δάσος (από) έλατα. Aγόρασα ένα ~ για να το στολίσω τα Xριστούγεννα.

[< έλατος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελατοβούνι το [elatovúni] Ο44 : (λαϊκότρ.) βουνό κατάφυτο από έλατα.

[έλατ(ο) -ο- + βουν(ό) -ι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελατόδασος το [elatóδasos] Ο47 : δάσος από έλατα.

[έλατ(ο) -ο- + δάσος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελατόξυλο το [elatóksilo] Ο41 : ελάτινο ξύλο.

[έλατ(ο) -ο- + ξύλο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελατόπισσα η [elatópisa] Ο27 : ρητίνη από έλατο.

[έλατ(ο) -ο- + πίσσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έλατος ο [élatos] Ο20 : (λαϊκότρ.) το έλατο.

[αρχ. ἐλάτη ἡ μεταπλ. σε αρσ. αναλ. προς άλλα με παρόμοια αλλ.: ἡ πλάτανος > ὁ πλάτανος ίσως με βάση ενδιάμεσο τ. *ἡ ἔλατος]

[Λεξικό Κριαρά]
έλατος ο.
  • Έλατο:
    • τους αλάζονες εκόψαν τούς ελάτους (Θησ. ΙΑ´ [241]).

[<αρχ. ουσ. ελάτη. Η λ. πιθ. το 12. αι. (LBG), στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελατός -ή -ό [elatós] Ε1 : (φυσ., τεχν.) (για μέταλλο) που έχει την ιδιότητα να σφυρηλατείται ή να μετατρέπεται σε έλασμα· ελάσιμος· (πρβ. όλκιμος): Ο χαλκός είναι μέταλλο ελατό.

[λόγ. < αρχ. ἐλατός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελατοσίδηρος ο [elatosíδiros] Ο19 : σίδηρος που μπορούν να τον κατεργαστούν με έλαση για να παράγουν ελάσματα. ANT χυτοσίδηρος.

[λόγ. ελατ(ός) -ο- + σίδηρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελατότητα η [elatótita] Ο28 : (φυσ., τεχν.) η ιδιότητα του ελατού, η ιδιότητα ορισμένων μετάλλων να παίρνουν τη μορφή ελάσματος με την κατάλληλη επεξεργασία· (πρβ. ολκιμότητα).

[λόγ. ελατ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. ductilité]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες