Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έλασμα το [élazma] Ο49 : 1. πεπλατυσμένο κομμάτι μετάλλου, κομμάτι μεταλλικού φύλλου· (πρβ. λάμα). 2. (ειδ. τεχν.) φύλλο ή πλάκα από μέταλλο το οποίο έχει υποστεί έλαση· (πρβ. λαμαρίνα): Λειασμένα / κυματοειδή ελάσματα. Γαλβανισμένο ~. Επικασσιτερωμένο ~, λευκοσίδηρος, τενεκές. 3. (βοτ.) το πλατύ μέρος του φύλλου των φυτών.
[λόγ. < ελνστ. ἔλασμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- έλασμα το.
-
- Λεπτή μετάλλινη πλάκα ως κόσμημα:
- έλασμα και το πέταλον έχων επί τοις στέρνοις (Βίος Αλ. 1626).
[μτγν. ουσ. έλασμα. Η λ. και σήμ.]
- Λεπτή μετάλλινη πλάκα ως κόσμημα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελασμάτινος -η -ο [elazmátinos] Ε5 : κατασκευασμένος από έλασμα (από κομμάτι μετάλλου που έχει υποστεί έλαση) και όχι από χυτό μέταλλο: ~ δίσκος.
[λόγ. ελασματ- (έλασμα) -ινος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελασματοποίηση η [elazmatopíisi] Ο33 : (τεχν.) η μηχανουργική κατεργασία στην οποία υποβάλλεται κομμάτι ή μάζα μετάλλου για να πάρει μορφή ελάσματος, κατάλληλη για ορισμένη χρήση· έλαση.
[λόγ. ελασματ- (έλασμα) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. laminage]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελασματουργείο το [elazmaturjío] Ο39 : εργαστήριο ή εργοστάσιο παραγωγής ελασμάτων (και άλλων προϊόντων έλασης).
[λόγ. ελασματ- (έλασμα) + -ουργείον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελασματουργός ο [elazmaturγós] Ο17 : αυτός που ασχολείται με την παραγωγή ελασμάτων (και άλλων προϊόντων έλασης).
[λόγ. ελασματ- (έλασμα) + -ουργός]