Παράλληλη αναζήτηση
35 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έλαιο το [éleo] Ο40 : (λόγ.) λάδι οποιασδήποτε προέλευσης και χρήσης: Φυτικά / ζωικά έλαια. Ορυκτά έλαια, ορυκτέλαια. Πτητικό / αιθέριο / αρωματικό / λιπαντικό ~.
[λόγ. < αρχ. ἔλαιον `λάδι ελιάς΄ & σημδ. γαλλ. huile]
- ελαιο- 1 [eleo] & ελαιό- [eleó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ελαι- [ele], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· σε σύνθεση με λόγιας προέλευσης β' συνθετικό σε περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο· με αναφορά: 1. στο δέντρο της ελιάς· (πρβ. λιο- 2): ελαιότοπος, ~φυτεία· ελαιόφυτος. 2. στο ελαιόλαδο (αλλά και στα υπόλοιπα φυτικά έλαια) και στον καρπό της ελιάς· (πρβ. λαδο-): ~παραγωγός· ~παραγωγή, ~τριβείο· ~παραγωγικός· ελαιεμπόριο, ελαιέμπορος, λαδεμπόριο, λαδέμπορος.
[λόγ. < αρχ. ἐλαι(ο)- θ. του ουσ. ἔλαιο(ν) `λάδι΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐλαιο-λόγος `που μαζεύει ελιές΄, ελνστ. ἐλαιο-κομία, ἐλαιο-τρίβιον, μσν. ελαιό-λαδον]
- ελαιο- 2 & ελαιό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά σε ελαιώδεις ουσίες: ~γραφία, ελαιόχρωμα, ~τυπία. || (ειδικότ.) στη λαδομπογιά, στο ελαιόχρωμα: ~βαφή, ~χρωματιστής.
[λόγ. < μσν. ελαιο- (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐλαιο- (δες ελαιο- 1) ως α' συνθ.: μσν. ελαιο-κονία `σοβάς από ασβέστη και λάδι΄ & μτφρδ.: ελαιο-γραφία < γαλλ. peinture à l΄huile]
- ελαιογραφία η [eleoγrafía] Ο25 : α. ζωγραφική με ελαιοχρώματα: H τεχνική της ελαιογραφίας. β. ζωγραφική παράσταση, πίνακας ζωγραφικής με ελαιόχρωμα· (πρβ. λάδι3): Παλιές ελαιογραφίες κοσμούν την αίθουσα.
[λόγ. ελαιο- 2 + -γραφία μτφρδ. γαλλ. peinture à l΄huile]
- ελαιοδάκρυ το [eleoδákri] Ο γεν. ελαιοδακρύου : κόμμι ελαιόδεντρου.
[λόγ. ελαιο- 1 + δάκρυ]
- ελαιόδεντρο το [eleóδendro] & ελαιόδενδρο το [eleóδenδro] Ο42 : (για σαφέστερη διατύπωση και σε επισημότερο ύφος) το δέντρο ελιά: Kτήμα με εκατό ελαιόδεντρα. H πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο αριθμό ελαιόδεντρων.
[λόγ. ελαιο- 1 + δένδρον & προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δένδρον > δέντρο]
- ελαιοδόχος, επίθ.
-
- (Προκ. για δοχείο) που δέχεται, περιέχει λάδι:
- ελαιοδόχα αγγεία (Δούκ. 692).
[μτγν. επίθ. ελαιοδόχος]
- (Προκ. για δοχείο) που δέχεται, περιέχει λάδι:
- ελαιόκαρπος ο [eleókarpos] Ο19 : (στον εν., με περιλ. σημασία) καρπός ελαιόδεντρου· (πρβ. ελιά): Παραγωγή / συγκομιδή / εμπορία / άλεσμα / έκθλιψη ελαιοκάρπου. Bρώσιμος ~.
[λόγ. ελαιο- 1 + καρπ(ός) -ος]
- ελαιοκαρπός ο.
-
- Καρπός ελιάς:
- κάθα Οκτώβρη, όταν είναι ελαιοκαρποί σωστοί (Βαρούχ. 6379).
[<ουσ. ελαία + καρπός. Τ. ελαιό‑ σήμ. λόγ. (Δημ.)]
- Καρπός ελιάς:
- ελαιόκλαδος ο.
-
- Κλάδος ελιάς:
- αρπάζοντας τον ελαιόκλαδον τον διαμοιράζουνται (Καλούδ., Προσκυν. ρις´).
[<ουσ. ελαία + κλάδος. Η λ. τον 6. αι. (Lampe)· βλ. και LBG]
- Κλάδος ελιάς: