Παράλληλη αναζήτηση
148 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έλα [éla], όταν απευθυνόμαστε στον ενικό & ελάτε [eláte], όταν απευθυνόμαστε στον πληθυντικό· μόριο : 1α. μπροστά από φράση που δηλώνει προτροπή ή προσταγή· εμπρός, άντε, άιντε: ~· μη φοβάσαι. ~, καημένε, μην κάνεις έτσι. ~, για πες μου τι σε πείραξε. Ελάτε, μη θυμώνετε. ~ τώρα, θα μου πεις το μυστικό; ~! λίγο ακόμα και θα τα καταφέρουμε. ~, τελείωσε τώρα το διάλειμμα. ~, προσοχή τώρα. || συχνά μειώνει την ένταση της προσταγής: ~, φύγε / πήγαινε / δούλευε τώρα. || σε τηλεφωνική συνδιάλεξη: ~, μ΄ ακούς τώρα; ~, ποιος στο τηλέφωνο; β. απολύτως, ανάλογα με τον τόνο της φωνής. β1. για προτροπή σε στιγμές ευθυμίας· δώσ΄ του, άντε. β2. για επαναφορά στην τάξη· φτάνει πια. 2α. σε εκφράσεις που εισάγουν παρατήρηση η οποία δηλώνει πως ό,τι ειπώθηκε προηγουμένως είναι ή ήταν κάπως δύσκολο ή αδύνατο: ~ όμως που / όμως ~ που / μα ~ που / αλλά ~ που / ~ (μου) ντε: Ήθελα, μα ~ που δεν μπορούσα. Έπρεπε να υποχωρήσω· μα ~ που θα με έλεγαν δειλό. Kαλό είναι το σπίτι, μα ~ που δε μας χωράει. β. (επιφωνηματικά, με μόρια, συνδέσμους, επιρρήματα κτλ.) για δήλωση έκπληξης, δυσπιστίας, ένστασης στα λεγόμενα από συνομιλητή: ~ (τώρα) που / ~ (δα) που: ~ τώρα που δεν το θες· αφού σ΄ αρέσει. ~ μπράβο. ΦΡ ~ Xριστέ και Παναγιά, για δήλωση έντονης έκπληξης· ΣYN ΦΡ Kύριε ελέησον, Kύριε των δυνάμεων. ~ ντε*.
[μσν. έλα, ελάτε προστ. του αρχ. ρ. ἐλαύνω `οδηγώ άρμα΄ (ίσως από κραυγή στον ιππόδρομο)]
[Λεξικό Κριαρά]
- έλα (I) το· έλαν.
-
- Ερχομός, άφιξη:
- Ο ρήγας έμαθεν το έλα του αφέντη (Μαχ. 16611).
[β´ πρόσ. εν. προστ. αορ. του έρχομαι ως ουσ. Η λ. στο Somav. και σήμ. κυπρ.]
- Ερχομός, άφιξη:
[Λεξικό Κριαρά]
- έλα (II), επιφ.
-
- Εμπρός! λοιπόν (σε συνομιλία για μετάβαση από τα λόγια του ενός στον άλλο):
- Έλα, θέλεις να γένεις άνθρωπος της Αυλής; (Μπερτόλδος 10).
[β´ πρόσ. εν. προστ. αορ. του έρχομαι ως επιφ. Η λ. στο Meursius]
- Εμπρός! λοιπόν (σε συνομιλία για μετάβαση από τα λόγια του ενός στον άλλο):
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαδάς ο.
-
- Λαδέμπορος·
- (εδώ σε παροιμ., βλ. Πολίτης Ν., BZ 7, 1898, 163):
- Κατά ρογίν τον ελαδάν ο Θεός ουκ αποδίδει (Γλυκά, Στ. 370).
- (εδώ σε παροιμ., βλ. Πολίτης Ν., BZ 7, 1898, 163):
[<ουσ. ελάδιν + κατάλ. ‑άς. Τ. λαδάς σήμ. λαϊκ. Η λ. το 10. αι. (Soph.· βλ. και LBG) και σήμ. ποντ.]
- Λαδέμπορος·
[Λεξικό Κριαρά]
- ελάδι(ν) το,
- βλ. λάδι.
[Λεξικό Κριαρά]
- Ελαδόμιοι οι,
- βλ. Ελλαδώνυμοι.
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαδόφυλλον το.
-
- Το φύλλο της ελιάς:
- ελαδόφυλλα και κλαδοφυλλαδόφυλλα (Σπανός B 118).
[παιγνιώδης σχηματ. <ουσ. ελάδιν + φύλλον αντί ελαιόφυλλον]
- Το φύλλο της ελιάς:
[Λεξικό Κριαρά]
- ελάζω.
-
- Προχωρώ, προελαύνω:
- Σαράντα ημέρας ήλαζαν μετά σπουδής μεγάλης (Διήγ. Βελ. χ 449).
[<αόρ. του ελαύνω κατά τα ρ. σε ‑ζω]
- Προχωρώ, προελαύνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαία η [eléa] Ο25 : (λόγ.) η ελιά (το δέντρο και ο καρπός). ΦΡ κλάδος ελαίας, διάθεση ή πρόταση για ειρήνευση: Φέρω / προσφέρω / κομίζω κλάδο ελαίας.
[λόγ. < αρχ. ἐλαία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαία η· ελαιά· ελία· ελιά· ’λαία.
-
- 1) Ελαιόδεντρο:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 210).
- 2) Καρπός της ελιάς:
- Φαρίν εκαβαλίκεψεν κατάμαυρον ως ’λαίαν (Χρον. Τόκκων 229).
- 3) Ελιά του σώματος:
- τας εν τῃ ρινί ελαίας μελαίνας (Ιερακοσ. 34426).
- Ως προσωποπ.:
- έχω Ελαίαν την κυρά ηγουμένην (Πωρικ. I 45).
[αρχ. ουσ. ελαία. Ο τ. ελιά στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ’λαία και σήμ. ποντ.]
- 1) Ελαιόδεντρο: